- βδέλλων
- βδέλλων· τρέμων ἢ βδέων, Hsch.; cf. [full] βδέλεσθαι· κοιλιολυτεῖν, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βδελλῶν — βδέλλα leech fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβδέλλιασμα — το [αβδελλιάζω] 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά) 2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα … Dictionary of Greek
κλεψίνη — η ζωολ. γένος βδελλών τών γλυκών νερών τής Ευρώπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clepsina < cleps (πρβλ. θ. κλεψ τού κλέπτω) + κατάλ. ina] … Dictionary of Greek
λιμνάτις — Προσωνυμία της Άρτεμης. Αρχικά η Λ. ήταν τοπική θεότητα και λατρευόταν κοντά σε λίμνες και έλη. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι σε πολλές γραπτές παραδόσεις των αρχαίων συγγραφέων, καθώς και σε αρκετές επιγραφές, αναφέρεται η ονομασία Λ. χωρίς το… … Dictionary of Greek